quantifier - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quantifier - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Quantifiers; Quantifier (disambiguation)

quantifier      
quantify, determine quantity; express the quantity
évaluer la quantité      
quantify
déterminer la quantité      
quantify

Ορισμός

quantifier
(quantifiers)
In grammar, a quantifier is a word or phrase such as 'plenty' or 'a lot' which you use to refer to a quantity of something without being precise. It is often followed by 'of', as in 'a lot of money'.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Quantifier

Quantifier may refer to:

  • Quantifier (linguistics), an indicator of quantity
  • Quantifier (logic)
  • Quantification (science)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quantifier
1. Elles étaient placées dans l‘impossibilité de le quantifier.
2. Tout d‘abord, il s‘agit de quantifier les manques potentiels.
3. Surtout, le rôle des fonds de pension sur le marché du pétrole reste difficile ŕ quantifier.
4. Les réserves probables, difficiles ŕ quantifier, se trouvent dans tous les continents.
5. Le travail des économistes de la banque permet également de quantifier des principes bien connus.